- παθόν
- πάσχωhaveaor part act masc voc sgπάσχωhaveaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'παθον — ἔπαθον , πάσχω have aor ind act 3rd pl ἔπαθον , πάσχω have aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθον — πάσχω have aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πάσχω have aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… … Dictionary of Greek